- ιδιολογία
- η (Α ἰδιολογία) [ιδιολόγος]νεοελλ.το να μιλάει κάποιος συστηματικά για τον εαυτό του, η περιαυτολογίααρχ.1. ιδιαίτερη συνομιλία2. υποκειμενική θεωρία κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰδιολογίαν — ἰδιολογίᾱν , ἰδιολογία subjective theorizing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek